-
1 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
2 мукомольный
αλεστικός, της αλευρο-ποίησης- ое производство η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мукомольный
-
3 мукомольный
επ.της αλευροποίησης•-ая промышленность αλευροβιομηχανία•
-ое производство αλευροπαραγωγή•
мукомольный жрнов μυλόπετρα.